Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

νεκρῶν καὶ ζώντων

См. также в других словарях:

  • κυριεύω — (AM κυριεύω) [κύριος] παίρνω κάτι στην κατοχή μου με αγώνα, γίνομαι κύριος, κατακτώ, καταλαμβάνω, καθυποτάσσω κάποιον ή κάτι (α. «ο εχθρός κυρίευσε την πόλη» β. «τούτῳ τῷ τρόπῳ τεττάρων μὲν πλοίων ἐκυρίευσαν», Πολ.) νεοελλ. (για πάθος)… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • μνημόνευμα — και μνημόνεμα, το (ΑΜ μνημόνευμα) [μνημονεύω] πράγμα ή γεγονός το οποίο πρέπει να θυμάται κανείς, αξιομνημόνευτη πράξη νεοελλ. 1. ανάμνηση, ενθύμηση 2. ιερατική ευχή υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως νεκρών μσν. αρχ. καθετί για το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • παρουσία — η, ΝΜΑ 1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔ γ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.) 2. η έλευση, ο ερχομός… …   Dictionary of Greek

  • στροφείο — το / στροφεῑον, ΝΑ (στο αρχ. θέατρο) μηχανισμός με τον οποίο πραγματοποιούνταν η εμφάνιση τών υποκριτών σε διαφορετική θέση αλλά και η εξαφάνισή τους, ή, κατά τον Πολυδεύκη, χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση ηρώων, ζώντων ή νεκρών, στον αιθέρα ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»